Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἱ δε νωθρὸν

См. также в других словарях:

  • νωθρόν — νωθρός heavy masc acc sg νωθρός heavy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυρόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νωθρόν, βραδύ, ἀνιαρόν, ἁηδές, ἀχάριστον, λυπηρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύνω + επίθημα ρός] …   Dictionary of Greek

  • υπνηλός — ή, όν, ΜΑ 1. νυσταλέος, νυσταγμένος 2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.) 2. υπνωτικός. επίρρ... ὑπνηλῶς Μ νυσταλέα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»